Μαύρη μπότα πάτησε
μάνα τη καρδιά σου,
το μικρό βλαστάρι σου
και τα χώματά σου.
Το παλικαράκι
με χακί σακάκι,
κατοχή και κρύο
και κλειστό βιβλίο.
Πάνω στη Καισαριανή
μακελειό κι αντάρα
μάνα ήρθανε ληστές
κάνε μια κατάρα.
Το παλικαράκι
με χακί σακάκι,
κατοχή και κρύο
και κλειστό βιβλίο.
Τόσα χρόνια στη σκλαβιά
τον εχτρό μισούσε
κι άλλα τόσα φωναχτά
λευτεριά ζητούσε.
Το παλικαράκι
με χακί σακάκι,
κατοχή και κρύο
και κλειστό βιβλίο.
(Μάνα ήρθανε ληστές - 1975
Στίχοι:
Ξενοφώντας Φιλέρης
Μουσική:
Γιώργος Ζαμπέτας )
"Στα χρόνια τα κατοχικά δεν έπιασα μολύβι, / η πείνα και οι κουμπουριές
τα είχα για παιχνίδι"... Με αυτούς τους στίχους περιέγραφε την παιδική
του ηλικία ο στιχουργός Ξενοφών Φιλέρης, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία
85 ετών και κηδεύτηκε χτες στο νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1929, η παιδική και εφηβική του ηλικία σημαδεύτηκε από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, εμπειρίες που αποτύπωσε σε αρκετά από τα τραγούδια που έγραψε, όπως το "Άντε να σαλτάρω", που τραγούδησε ο Γιώργος Ζαμπέτας, αλλά και στο βιβλίο του Οι σαλταδόροι του Βύρωνα, που κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Μέχρι το 1960 έκανε διάφορες δουλειές, ενώ στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε στην περίφημη κινηματογραφική σχολή Idhec, αποφοιτώντας το 1962 ως μακιγιέρ κινηματογράφου. Στον ελληνικό κινηματογράφο, μέχρι το 1970, δούλεψε ως μακιγιέρ, αλλά και ως παραγωγός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός, σε ταινίες όπως Οι προικοθήρες (1964), Τώρα που φεύγω απ' τη ζωή (1966), Τα δολάρια της Ασπασίας (1967), Αυτή που δεν λύγισε (1968) κ.ά. Σε αρκετές από αυτές εμφανίστηκε ή δούλεψε μαζί με τη σύζυγό του, τη γνωστή ηθοποιό Μάρθα Βούρτση.
Από το 1967 ασχολήθηκε ενεργά με την ελληνική δισκογραφία, γράφοντας τραγούδια για τον K. Xατζή, τον Γ. Zαμπέτα, τον Δ. Δημητρίου, τον Γ. Kριμιζάκη κ.ά. Συνολικά υπέγραψε περίπου 130 τραγούδια. Πολλά από αυτά είναι εμπνευσμένα από την εμπειρία της Κατοχής, όπως τα "Η κομαντατούρα" (1972), "Μάνα, ήρθανε ληστές" (1975), που τραγούδησε ο Γ. Ζαμπέτας.
Από την σημερινή ΑΥΓΗ (για την αντιγραφή Κ.Αντωνιάδης)
Γεννημένος στην Αθήνα το 1929, η παιδική και εφηβική του ηλικία σημαδεύτηκε από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, εμπειρίες που αποτύπωσε σε αρκετά από τα τραγούδια που έγραψε, όπως το "Άντε να σαλτάρω", που τραγούδησε ο Γιώργος Ζαμπέτας, αλλά και στο βιβλίο του Οι σαλταδόροι του Βύρωνα, που κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Μέχρι το 1960 έκανε διάφορες δουλειές, ενώ στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε στην περίφημη κινηματογραφική σχολή Idhec, αποφοιτώντας το 1962 ως μακιγιέρ κινηματογράφου. Στον ελληνικό κινηματογράφο, μέχρι το 1970, δούλεψε ως μακιγιέρ, αλλά και ως παραγωγός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός, σε ταινίες όπως Οι προικοθήρες (1964), Τώρα που φεύγω απ' τη ζωή (1966), Τα δολάρια της Ασπασίας (1967), Αυτή που δεν λύγισε (1968) κ.ά. Σε αρκετές από αυτές εμφανίστηκε ή δούλεψε μαζί με τη σύζυγό του, τη γνωστή ηθοποιό Μάρθα Βούρτση.
Από το 1967 ασχολήθηκε ενεργά με την ελληνική δισκογραφία, γράφοντας τραγούδια για τον K. Xατζή, τον Γ. Zαμπέτα, τον Δ. Δημητρίου, τον Γ. Kριμιζάκη κ.ά. Συνολικά υπέγραψε περίπου 130 τραγούδια. Πολλά από αυτά είναι εμπνευσμένα από την εμπειρία της Κατοχής, όπως τα "Η κομαντατούρα" (1972), "Μάνα, ήρθανε ληστές" (1975), που τραγούδησε ο Γ. Ζαμπέτας.
Από την σημερινή ΑΥΓΗ (για την αντιγραφή Κ.Αντωνιάδης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου