του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
«Κάποια στιγμή θα τελειώσει η κρίση, έτσι δεν είναι; Δεν πρόκειται να κρατήσει για πάντα» μου είπε η κόρη μου προσπαθώντας να αποκρούσει μια από τις συνήθεις γονεϊκές «επιθέσεις» εναντίον της για τη σημασία που έχουν τα γνωστικά εφόδια ώστε να επιβιώσει η γενιά της στην εργασιακή ζούγκλα. Η κόρη μου υπονοούσε ότι το τέλος της κρίσης, έστω κι αν κηρυχθεί σε μερικά χρόνια, θα σημάνει κατά κάποιον τρόπο επιστροφή στην προτέρα κατάσταση.
Η κόρη μου είναι 15, αλλά η ίδια ψευδαίσθηση επικρατεί σε ανθρώπους των 25, 35 ή 65 ετών. Επικρατεί, πάνω απ” όλα, στους ψεκασμούς αισιοδοξίας με τους οποίους βομβαρδίζουν την κοινή γνώμη, ευτυχώς ανεπιτυχώς μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση, το μιντιακό καρτέλ, το λόμπι των μνημονιοφρόνων.
Σ” αυτή την αυταπάτη υπάρχει και ένας βαθμός αλήθειας. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αυτή η κρίση, όπως κι αν την ορίσει κανείς (χρηματοπιστωτική, κρίση δημοσίου χρέους, κρίση του ευρώ, κλασική κρίση του οικονομικού και επιχειρηματικού κύκλου), θα διανύσει την τροχιά της και θα επαναφέρει το «σύστημα» σε μια ισορροπία. Μπορεί από τη μια κρίση στην άλλη τα διαλείμματα ισορροπίας να είναι όλο και πιο σύντομα και ασταθή, πάντως υπάρχουν. Αν, για παράδειγμα, φέτος καταγραφεί έστω και μια απειροελάχιστη αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ και του χρόνου μια μεγαλύτερη, κι αν το «μπαζούκα» του Ντράγκι καταφέρει να «φουσκώσει» την ισχνή ανάκαμψη της Ευρωζώνης, οι νεοφιλελεύθεροι θεραπευτές του ευρωπαϊκού καπιταλισμού θα νομιμοποιούνται να κηρύξουν το «τέλος της κρίσης» και την αποκατάσταση ενός νέου «ενάρετου κύκλου» στην Ε.Ε. Τυπικά, αυτό θα τεκμηριωθεί όχι μόνο από τα μεγέθη του ΑΕΠ, αλλά και από μια άνθιση των επενδύσεων, ίσως και από μια αξιοσημείωτη αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας.
Αλλά όσο πιθανό είναι αυτό, άλλο τόσο βέβαιο είναι ότι το τέλος της κρίσης θα συνοδευτεί από μια βαθιά, μόνιμη αλλαγή στις συνθήκες διαβίωσης της κοινωνικής πλειοψηφίας και στους όρους εκμετάλλευσης των εργαζόμενων. Θα έλεγα της μισθωτής εργασίας, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορούμε να μιλούμε πια κυριολεκτικά γι” αυτήν, τουλάχιστον για ένα μεγάλο τμήμα νεοπληβείων που κατευθύνονται σε εργασιακές σχέσεις δουλικού τύπου.
Αυτό που μας διαφεύγει από την κρίση αυτή είναι πως τα βασικά μέσα «θεραπείας» που επιλέγονται από τις πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ δεν εξαντλούνται στην περίφημη «εσωτερική υποτίμηση» που επιβλήθηκε στην Ελλάδα και αλλού, στη βαριά δόση λιτότητας που τσάκισε μισθούς, εισοδήματα, περιουσιακά στοιχεία και κρατικές δαπάνες. Ο πυρήνας της «θεραπείας» είναι η ιστορικών διαστάσεων αναδιάρθρωση των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων που εκκολάπτεται στο νομικό κουκούλι της «μεταρρύθμισης».
Η «μεταρρύθμιση» δεν είναι άλλο παρά η θεσμική λιτότητα που διαδέχεται την εισοδηματική λιτότητα. Η μετεξέλιξη μιας δυσβάστακτης ποσότητας περικοπών σε μια νέα ποιότητα σχέσεων εκμετάλλευσης και ιδιοκτησίας. Ο τρόπος με τον οποίο η ρητορική τής ευρωπαϊκής ελίτ έχει μεταφέρει το βάρος της από την υπεράσπιση των περικοπών, οι οποίες επικρίνονται πλέον και ως αναποτελεσματικές, στον υπέρ «διαρθρωτικών αλλαγών» αγώνα εκφράζει τις βαθύτερες, στρατηγικές ανάγκες του κεφαλαίου για ένα μόνιμο θεσμικό περιβάλλον εκμηδένισης της εργασίας και της διαπραγματευτικής της ισχύος και ελεύθερης, φθηνής πρόσβασης σε κάθε ανθρώπινο, φυσικό ή κοινωνικό πόρο. Θα πρέπει κανείς να αντιληφθεί την ακατάσχετη φλυαρία υπέρ των «μεταρρυθμίσεων», που η ηγεσία Ε.Ε. και Ευρωζώνης ανέλαβε να επιβάλει με τον πιο ακραίο και ριζοσπαστικό τρόπο, σαν ακόμη μια φάση αυτού που το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» περιγράφει ως θεμελιώδες γνώρισμα της αστικής τάξης και της εποχής της: της συνεχούς επαναστατικοποίησης των μέσων και των σχέσεων παραγωγής, του αδιάκοπου κλονισμού των κοινωνικών σχέσεων. Βεβαίως, τα πράγματα εξελίσσονται με τρόπο ασύλληπτα πιο σύνθετο από αυτόν που μπορούσαν να προβλέψουν οι Μαρξ και Ένγκελς. Αλλά πρέπει να κατανοήσουμε πως η σπουδή της Google, για παράδειγμα, να χρηματοδοτήσει γενναιόδωρα ευρωπαϊκές start ups που θα αναπτύξουν επικερδείς τεχνολογικές καινοτομίες συμπληρώνεται ιδανικά από ένα θεσμικό πλαίσιο πλήρους ιδιωτικοποίησης της έρευνας στο πανεπιστήμιο, αλλά και από τη διαμόρφωση ενός νέου τύπου εργαζόμενου ο οποίος αγνοεί τι σημαίνει συλλογική σύμβαση, σταθερό ωράριο, προστασία από την απόλυση.
Η κρίση θα τελειώσει κάποια στιγμή, και ενδεχομένως τη γερμανική συνταγή της έκτακτης, τιμωρητικής λιτότητας θα τη διαδεχθεί η «αντι-λιτότητα» των Ρέντσι και Ολάντ, που προτείνουν να ανταμειφθεί με άφθονους «αναπτυξιακούς» πόρους η μόνιμη, θεσμική λιτότητα που επιβάλλεται σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο με τη μορφή των «μεταρρυθμίσεων». Αλλά όταν θα έχει ολοκληρωθεί κι αυτός ο κύκλος καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα είναι απλώς φτωχότεροι, αλλά γυμνοί από δικαιώματα, αντιστάσεις και συνείδηση του τι τους συμβαίνει.
Πηγή: Αυγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου