Έχει τεράστια σημασία
να αντισταθείς ακόμα και αν ηττηθείς
Με το Νίκο «γνωριζόμαστε» χρόνια χωρίς ποτέ να τον έχω δει! Στη νιότη του έγραφε καταπληκτικά πολιτικά κείμενα –ψάχναμε, όλοι, να μάθουμε ποιος είναι αυτός ο Σιδέρης που γράφει τόσο εύστοχα και εξαιρετικά. Σαράντα χρόνια μετά [!] γνωριστήκαμε και δια ζώσης. Φτασμένος ψυχίατρος μ’ ένα βιβλίο που είχε γίνει best seller –«Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχίατρο. Γονείς θέλουν!»- έπεσε στα χέρια μου το νέο του βιβλίο «Μιλώ για την κρίση με το παιδί». Και εκεί ανακάλυψα ένα πολιτικό βιβλίο, την πολιτική ψυχολογία της κρίσης. Αράδα – αράδα αντιλαμβάνεσαι το πώς λειτουργούν οι συστημικές δυνάμεις, το πώς προσπαθούν να μπλοκάρουν τη σκέψη, πως μέσα από μηνύματα - «αν αντισταθείς, χάθηκες», «αν υποκύψεις, χάθηκες», «απαγορεύεται να σκεφτείς»- μπλοκάρουν το μυαλό των ανθρώπων. Ένα επιστημονικό πολιτικό βιβλίο που εξηγεί γιατί η πλειοψηφία είναι σαστισμένη απέναντι στην κρίση.
Με το Νίκο «γνωριζόμαστε» χρόνια χωρίς ποτέ να τον έχω δει! Στη νιότη του έγραφε καταπληκτικά πολιτικά κείμενα –ψάχναμε, όλοι, να μάθουμε ποιος είναι αυτός ο Σιδέρης που γράφει τόσο εύστοχα και εξαιρετικά. Σαράντα χρόνια μετά [!] γνωριστήκαμε και δια ζώσης. Φτασμένος ψυχίατρος μ’ ένα βιβλίο που είχε γίνει best seller –«Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχίατρο. Γονείς θέλουν!»- έπεσε στα χέρια μου το νέο του βιβλίο «Μιλώ για την κρίση με το παιδί». Και εκεί ανακάλυψα ένα πολιτικό βιβλίο, την πολιτική ψυχολογία της κρίσης. Αράδα – αράδα αντιλαμβάνεσαι το πώς λειτουργούν οι συστημικές δυνάμεις, το πώς προσπαθούν να μπλοκάρουν τη σκέψη, πως μέσα από μηνύματα - «αν αντισταθείς, χάθηκες», «αν υποκύψεις, χάθηκες», «απαγορεύεται να σκεφτείς»- μπλοκάρουν το μυαλό των ανθρώπων. Ένα επιστημονικό πολιτικό βιβλίο που εξηγεί γιατί η πλειοψηφία είναι σαστισμένη απέναντι στην κρίση.
Τη συνέντευξη πήρε
ο Θόδωρος Μιχόπουλος
Φτώχεια, εξαθλίωση, αδιέξοδα, αυτοκτονίες. Η χώρα δεν έχει ούτε φανερή ούτε εύκολη διέξοδο, τουλάχιστον όσο συνεχίζεται αυτή η πολιτική. Πώς βιώνουν οι πολίτες αυτή την κατάσταση;
Το ψυχολογικό στίγμα της περιόδου είναι ένα πολύ συγκεκριμένο «πένθιμο μούδιασμα». Οι άνθρωποι βιώνουν αλλεπάλληλες, συναισθηματικά βαριά φορτισμένες απώλειες. Όχι μόνο υλικές, όπως είναι φανερό σε μισθούς, δουλειά, κατοικία… Αλλά και σε όλο το σύστημα των ευχαριστήσεων που καλλιεργούσαν τόσα χρόνια οι αυταπάτες, τις οποίες τρέφαμε για το είδος της κοινωνίας που «θέλαμε» και που ονομάζεται «καταναλωτικός ναρκισσισμός». Το σύνολο αυτών των απωλειών προκαλεί το πένθος. Όμως το πιο ιδιαίτερο στοιχείο της κατάστασης είναι το μούδιασμα. Κυριολεκτώ. Μούδιασμα της σκέψης, μούδιασμα της πράξης, μούδιασμα και των συναισθημάτων ακόμη.
Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που δεν κατεβαίνει ο κόσμος στους δρόμους; Έχει μπλοκάρει;
Παλαιότερα για το ένα εκατοστό από όσα συμβαίνουν σήμερα χάλαγε ο κόσμος. Σήμερα συμβαίνουν αδιανόητα πράγματα, απίστευτης βίας και έκτασης αλλαγές, προς το χειρότερο για τη ζωή των ανθρώπων και, ας μην αυταπατόμαστε, δεν υπάρχει ουσιαστική αντίδραση.
Υπάρχει φόβος στη κοινωνία; Γι’ αυτό και δεν αντιδρούν;
Αυτό που κυρίως χαρακτηρίζει σήμερα τις ζωές των ανθρώπων είναι ότι δεν μπορούν να επεξεργαστούν, ούτε σε προσωπικό ούτε σε συλλογικό επίπεδο -και παρά τις προσπάθειες διαφόρων πολιτικών φορέων-, μια αντίσταση που να μπορούν να την υποστηρίξουν διανοητικά, πρακτικά και συναισθηματικά. Και αυτό συμβαίνει επειδή, μέσα από μια συγκεκριμένη επικοινωνιακή πολεμική μηχανή που παράγει διανοητική εμπλοκή, δημιουργούνται μια σειρά «βαριών» συναισθημάτων, τα οποία λειτουργούν ανασταλτικά και στην καθαρή σκέψη αλλά και στην αντίσταση σ’ αυτό που υφίστανται. Κυρίαρχη είναι η απόγνωση, η οποία δεν είναι απλά απελπισία (δεν έχω ελπίδα, όμως το παλεύω), αλλά παράδοση, μια και χωρίς ορίζοντα, χωρίς μια ιδέα περί του σκοπού και του τρόπου, δεν «παλεύεις». Είναι ακόμη η οργή: Μια οργή ανήμπορη, ωστόσο, που ή καταλήγει σε σπασμωδικές αντιδράσεις χωρίς συνέχεια, προκαλώντας απογοήτευση και παραίτηση, ή στρέφεται ενάντια στον εαυτό σου, προκαλώντας παθητικότητα, άγχος, κατάθλιψη και ψυχοσωματικές παθήσεις. Είναι ο φόβος, ο οποίος, εν μέρει, είναι έλλογος. Υπάρχουν, δηλαδή, πραγματικές απειλές για τη χώρα, αφού δεν είμαστε στο χείλος της καταστροφής, αλλά μέσα στην καταστροφή! Υπάρχει, όμως, και ο άλογος φόβος: μια ολόκληρη σειρά από «φαντάσματα» και «μπαμπούλες», που άλλα τα γεννά η εμπειρία των ανθρώπων, ενώ τα περισσότερα τα καλλιεργούν συστηματικά ο κυρίαρχος πολιτικός και μιντιακός λόγος. Υπάρχει τέλος η αγωνιώδης αναμονή. Οι άνθρωποι, δηλαδή, ζουν, λίγο ως πολύ, αυτό που συμβαίνει στη χώρα σαν να είναι ένα θέαμα, σαν να είναι απ’ έξω αυτοί και περιμένουν να δουν τι θα γίνει. Δηλαδή, δεν κοιτάνε τι θα κάνουν οι ίδιοι -και δεν εννοώ να βγουν στους δρόμους με σημαίες και ταμπούρλα–, το ελάχιστο ας κάνουν: ας αλλάξουν δημοσκοπικές απαντήσεις! Αλλά περιμένουν, μέσα σε μια άγονη αγωνία, να δουν τι θα συμβεί.
Ο διπλός δεσμός
Στο βιβλίο σου γράφεις ότι τρία χρόνια συστηματικά και σχεδιασμένα υποσκάπτεται η ικανότητα των Ελλήνων να σκέπτονται πολιτικά. Πώς το στηρίζεις;
Υπάρχει μια μακρά διαδικασία ευνουχισμού της πολιτικής σκέψης των Ελλήνων. Έχει τρία στάδια. Πρώτο στάδιο είναι η διάλυση του νοήματος των λέξεων. Ξεκινάει στη δεκαετία του 1980, με το πιο εμβληματικό παράδειγμα: «Οι βάσεις φεύγουν για πάντα». Που, στην πράξη, σημαίνει ότι οι βάσεις δεν θα φύγουν ποτέ και κανείς δεν θα ξαναμιλήσει γι’ αυτό! Τώρα τελευταία με τη Συρία συζητάνε για το πώς θα χρησιμοποιηθεί η βάση της Σούδας και κανείς δεν απορεί. Αυτό είναι η διάλυση του νοήματος των λέξεων. Χωρίς, όμως, έγκυρες λέξεις δεν μπορείς και να σκεφτείς. Οι άνθρωποι σκέφτονται με λέξεις. Ελάχιστοι, όπως κάποιοι καλλιτέχνες (μουσικοί ή ζωγράφοι) δεν σκέφτονται με λέξεις. Και η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα λόγου. Έγκυρου λόγου.
Υπάρχουν σήμερα συνθήματα και παρεμβάσεις του πολιτικού συστήματος που ακυρώνουν τις λέξεις;
Πολύ πρόσφατο είναι το «Λεφτά υπάρχουν». Και αποδείχθηκε στην πράξη ότι ένα μεγάλο ποσοστό [εκλογές 2009] των ανθρώπων είχε υποστεί τόση ζημιά στο επίπεδο των λέξεων, που δεν κατάλαβαν ότι ήταν ψεύτικες λέξεις. Το ίδιο συμβαίνει με το «Δεν θα υπάρξουν νέα μέτρα»… Το δεύτερο στάδιο είναι η διάλυση του νοήματος των πραγμάτων -την δεκαετία του 1990. Την περίοδο, δηλαδή, της «ευμάρειας», τότε που καλλιεργήθηκε η μεγάλη αυταπάτη και οι άνθρωποι έχασαν την αίσθηση του μέτρου στη σχέση τους με τα πράγματα και με τους ανθρώπους κι έγιναν ενεργούμενα του καταναλωτικού ναρκισσισμού. Η τρίτη περίοδος, από τις αρχές του 2000, είναι όταν η ίδια η σκέψη των ανθρώπων γίνεται ανεπιθύμητο γεγονός! Η διαδικασία διακυβέρνησης, δηλαδή, όχι μόνο μέσω εκβιαστικών διλημμάτων, αλλά και πέρα απ’ αυτό: Πόλεμος ενάντια στην ίδια την σκέψη. Τα τελευταία τρία χρόνια, με κορύφωση τις εκλογές του 2012, μπήκε σε λειτουργία ένας ολόκληρος μηχανισμός πολιτικού και μιντιακού λόγου, ο οποίος ενορχηστρωμένα καλλιεργεί ένα επικοινωνιακό περιβάλλον, που είναι γνωστό στην ψυχολογία με την ονομασία «διπλός δεσμός». Είναι ένας μηχανισμός που παράγει εμπλοκή της σκέψης και κατ’ επέκταση παραφροσύνη. Τα καθοριστικά συστατικά αυτού του επικοινωνιακού περιβάλλοντος, που κάνει τους ανθρώπους να φαίνονται τρελαμένοι και να είναι μουδιασμένοι, είναι τρία επάλληλα μηνύματα – τα εξής: Το πρώτο μήνυμα λέει «Αν αντισταθείς, χάθηκες» (χρεοκοπία, δεν θα έχουν γάλα τα παιδιά σου, κ.λπ.). Μαζί μ’ αυτό έρχεται ένα δεύτερο μήνυμα, που προκύπτει από την εμπειρία και άλλα σήματα. Και λέει «Αν υποκύψεις, χάθηκες» (φτώχια, ανεργία, κλείνουν μαγαζιά, τα παιδιά φεύγουν στα ξένα, κ.λπ.). Και τέλος έρχεται και «κλειδώνει» το σύστημα ένα τρίτο μήνυμα, που σου απαγορεύει να σκεφτείς: «Το μνημόνιο είναι μονόδρομος, το είπε η τρόικα». Αυτά τα τρία μηνύματα -«αν αντισταθείς, χάθηκες», «αν υποκύψεις, χάθηκες», «απαγορεύεται να σκεφτείς»- μπλοκάρουν το μυαλό των ανθρώπων. Εξαρθρώνουν τις ψυχές. Τους κάνουν ανήμπορους να αρθρώσουν σκέψη και λόγο. Πρόκειται, εμφανώς, για κούρεμα της σκέψης, και μάλιστα με την ψιλή.
Κοινωνικό πείραμα
Θεωρείς ότι αυτό έγινε σκόπιμα και συστηματικά στην Ελλάδα. Χρησιμοποιήθηκε, δηλαδή, η χώρα ως πειραματόζωο;
Όπως γνωρίζετε, η Χιλή του δικτάτορα Πινοσέτ ήταν το πειραματικό εργαστήριο του νεο-φιλελευθερισμού, ως προς την οικονομική πολιτική του. Θεωρώ ότι, αντιστοίχως, η Ελλάδα του μνημονίου είναι το πειραματικό εργαστήριο της στρατηγικής που έχει στόχο την κατάλυση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου, του κράτους προνοίας και κάθε πολιτικής ρύθμισης του νεο-φιλελεύθερου αγριανθρωπισμού, χωρίς αντίσταση, με εργαλείο ακριβώς τον ευνουχισμό της πολιτικής (και όχι μόνο) σκέψης των ανθρώπων. Η Ελλάδα φαίνεται να είναι ένα εξαιρετικό πειραματόζωο: έχει μικρό μέγεθος και «παράξενους», δύστροπους ανθρώπους. Αν αυτοί υποταχθούν θα πει ότι και άλλοι λαοί, που είναι πιο πειθήνιοι -οι Ελβετοί ή οι Βόρειοι, για παράδειγμα-, είναι πολύ πιο εύκολο να τους χειριστείς. Πιστεύω ότι εξελίσσεται ένα αληθινό κοινωνικό πείραμα. Και δεν χρειάζεται πάντα η συνομωσία για να έχεις ένα κέντρο που οργανώνει τις ψυχολογικές επιχειρήσεις επηρεασμού της κοινής γνώμης. Κάθε κράτος και κάθε κόμμα, που σέβεται τον εαυτό του, έχει αντίστοιχες «υπηρεσίες». Και επισήμως, άλλωστε, υφίσταται σε διάφορες χώρες και περιόδους «Υπουργείο τύπου και πληροφοριών», δηλαδή προπαγάνδας! Άλλωστε, η ενορχήστρωση των μνημονιακών μέσων, εντός και εκτός Ελλάδος, είναι θαυμαστή και πασίδηλη. Αν και αυτό δεν είναι πειστήριο ως προς τον παρατεταμένο ψυχολογικό πόλεμο που διεξάγεται με στόχο τα μυαλά των πολιτών, τότε ζούμε σε μια υπερκόσμια, παραδείσια χώρα, όπου στην πολιτική δεν υφίσταται σκοπιμότητα, δόλος, στρατηγική και προπαγάνδα.
Πώς αντιμετωπίζεται και ο διάχυτος φόβος στη κοινωνία;
Ο φόβος έχει μια λειτουργία προστατευτική, αν είναι έλλογος. Αν εκτιμά, δηλαδή, τα αντικειμενικά δεδομένα, με λίγο έως πολύ ρεαλιστικό τρόπο, και παίρνει σοβαρά υπόψη τις απειλές που ενδέχεται να υπάρχουν ή εντοπίζονται. Μας προστατεύει από κακοτοπιές: από τον πειρασμό της άγνοιας ή της υποτίμησης του κινδύνου, από το εκλαμβάνουμε τη φαντασία μας ως πραγματικότητα. Υπάρχει, όμως, και ένας άλογος φόβος όπου καλλιεργούνται, από τη δική μας φαντασία και από άλλους μηχανισμούς, μυθοπλασίες. Διάφορα σενάρια με θηρία και κακούς που θα μας φάνε, κ.λπ. Και στην πολιτική ζωή πάντοτε ο φόβος είναι καθοριστικό στοιχείο. Ο Μακιαβέλι εδώ και πεντακόσια χρόνια έχει τονίσει ότι στην πολιτική αξιοποιούμε πάντοτε καθολικά πάθη, όπως είναι το μίσος και ο φόβος. Στον Ηγεμόνα, για παράδειγμα, ο Μακιαβέλι θέτει το ερώτημα αν είναι προτιμότερο να σε αγαπούν ή να σε φοβούνται. Και απαντά ότι ο Ηγεμόνας έχει συμφέρον να τον φοβούνται περισσότερο παρά να τον αγαπούν, αν δεν μπορεί να συνδυάσει και τα δύο. Κι’ αυτό γιατί το να σε αγαπούν εξαρτάται από τους άλλους, ενώ το να σε φοβούνται από σένα! Μην ξεχνάμε ότι στην εκκλησία μια από τις κορυφαίες στιγμές είναι όταν λέγεται «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Δηλαδή ο Θεός, που τα έπλασε όλα μια χαρά, βάζει μέσα και το φόβο, το σεβασμό, το δέος των δούλων Του. Ο φόβος, λοιπόν, είναι κάτι που ενυπάρχει στην πολιτική ζωή. Σ’ ένα περιβάλλον με συγκρουσιακή πολιτική δεν μπορεί να μην υπάρχουν απειλές, και κατ’ επέκταση φόβος. Όμως, εδώ έγκειται η κρίσιμη διάκριση: Αν μπορείς να σκεφτείς, ο φόβος νικιέται. Αν δεν μπορείς να σκεφτείς, ο φόβος είναι ανίκητος –ιδίως ο άλογος φόβος. Το θέμα είναι ότι στην Ελλάδα σήμερα, η νηφάλια και ορθολογική σκέψη μπλοκάρει μέσω του «διπλού δεσμού». Και το να μη σκέπτεσαι σε κάνει και παγώνεις. Αυτό συμβαίνει σήμερα και είναι τρομακτικά εντυπωσιακό να «χαλάει ο κόσμος» και να μην μετακινείται σχεδόν τίποτα. Οι άνθρωποι απλά κοιτάζουν να δουν τι θα γίνει στο τέλος – κάτι σαν ταινία, δηλαδή.
Υπάρχει
αντίδοτο στην κρίση;Φτώχεια, εξαθλίωση, αδιέξοδα, αυτοκτονίες. Η χώρα δεν έχει ούτε φανερή ούτε εύκολη διέξοδο, τουλάχιστον όσο συνεχίζεται αυτή η πολιτική. Πώς βιώνουν οι πολίτες αυτή την κατάσταση;
Το ψυχολογικό στίγμα της περιόδου είναι ένα πολύ συγκεκριμένο «πένθιμο μούδιασμα». Οι άνθρωποι βιώνουν αλλεπάλληλες, συναισθηματικά βαριά φορτισμένες απώλειες. Όχι μόνο υλικές, όπως είναι φανερό σε μισθούς, δουλειά, κατοικία… Αλλά και σε όλο το σύστημα των ευχαριστήσεων που καλλιεργούσαν τόσα χρόνια οι αυταπάτες, τις οποίες τρέφαμε για το είδος της κοινωνίας που «θέλαμε» και που ονομάζεται «καταναλωτικός ναρκισσισμός». Το σύνολο αυτών των απωλειών προκαλεί το πένθος. Όμως το πιο ιδιαίτερο στοιχείο της κατάστασης είναι το μούδιασμα. Κυριολεκτώ. Μούδιασμα της σκέψης, μούδιασμα της πράξης, μούδιασμα και των συναισθημάτων ακόμη.
Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που δεν κατεβαίνει ο κόσμος στους δρόμους; Έχει μπλοκάρει;
Παλαιότερα για το ένα εκατοστό από όσα συμβαίνουν σήμερα χάλαγε ο κόσμος. Σήμερα συμβαίνουν αδιανόητα πράγματα, απίστευτης βίας και έκτασης αλλαγές, προς το χειρότερο για τη ζωή των ανθρώπων και, ας μην αυταπατόμαστε, δεν υπάρχει ουσιαστική αντίδραση.
Υπάρχει φόβος στη κοινωνία; Γι’ αυτό και δεν αντιδρούν;
Αυτό που κυρίως χαρακτηρίζει σήμερα τις ζωές των ανθρώπων είναι ότι δεν μπορούν να επεξεργαστούν, ούτε σε προσωπικό ούτε σε συλλογικό επίπεδο -και παρά τις προσπάθειες διαφόρων πολιτικών φορέων-, μια αντίσταση που να μπορούν να την υποστηρίξουν διανοητικά, πρακτικά και συναισθηματικά. Και αυτό συμβαίνει επειδή, μέσα από μια συγκεκριμένη επικοινωνιακή πολεμική μηχανή που παράγει διανοητική εμπλοκή, δημιουργούνται μια σειρά «βαριών» συναισθημάτων, τα οποία λειτουργούν ανασταλτικά και στην καθαρή σκέψη αλλά και στην αντίσταση σ’ αυτό που υφίστανται. Κυρίαρχη είναι η απόγνωση, η οποία δεν είναι απλά απελπισία (δεν έχω ελπίδα, όμως το παλεύω), αλλά παράδοση, μια και χωρίς ορίζοντα, χωρίς μια ιδέα περί του σκοπού και του τρόπου, δεν «παλεύεις». Είναι ακόμη η οργή: Μια οργή ανήμπορη, ωστόσο, που ή καταλήγει σε σπασμωδικές αντιδράσεις χωρίς συνέχεια, προκαλώντας απογοήτευση και παραίτηση, ή στρέφεται ενάντια στον εαυτό σου, προκαλώντας παθητικότητα, άγχος, κατάθλιψη και ψυχοσωματικές παθήσεις. Είναι ο φόβος, ο οποίος, εν μέρει, είναι έλλογος. Υπάρχουν, δηλαδή, πραγματικές απειλές για τη χώρα, αφού δεν είμαστε στο χείλος της καταστροφής, αλλά μέσα στην καταστροφή! Υπάρχει, όμως, και ο άλογος φόβος: μια ολόκληρη σειρά από «φαντάσματα» και «μπαμπούλες», που άλλα τα γεννά η εμπειρία των ανθρώπων, ενώ τα περισσότερα τα καλλιεργούν συστηματικά ο κυρίαρχος πολιτικός και μιντιακός λόγος. Υπάρχει τέλος η αγωνιώδης αναμονή. Οι άνθρωποι, δηλαδή, ζουν, λίγο ως πολύ, αυτό που συμβαίνει στη χώρα σαν να είναι ένα θέαμα, σαν να είναι απ’ έξω αυτοί και περιμένουν να δουν τι θα γίνει. Δηλαδή, δεν κοιτάνε τι θα κάνουν οι ίδιοι -και δεν εννοώ να βγουν στους δρόμους με σημαίες και ταμπούρλα–, το ελάχιστο ας κάνουν: ας αλλάξουν δημοσκοπικές απαντήσεις! Αλλά περιμένουν, μέσα σε μια άγονη αγωνία, να δουν τι θα συμβεί.
Ο διπλός δεσμός
Στο βιβλίο σου γράφεις ότι τρία χρόνια συστηματικά και σχεδιασμένα υποσκάπτεται η ικανότητα των Ελλήνων να σκέπτονται πολιτικά. Πώς το στηρίζεις;
Υπάρχει μια μακρά διαδικασία ευνουχισμού της πολιτικής σκέψης των Ελλήνων. Έχει τρία στάδια. Πρώτο στάδιο είναι η διάλυση του νοήματος των λέξεων. Ξεκινάει στη δεκαετία του 1980, με το πιο εμβληματικό παράδειγμα: «Οι βάσεις φεύγουν για πάντα». Που, στην πράξη, σημαίνει ότι οι βάσεις δεν θα φύγουν ποτέ και κανείς δεν θα ξαναμιλήσει γι’ αυτό! Τώρα τελευταία με τη Συρία συζητάνε για το πώς θα χρησιμοποιηθεί η βάση της Σούδας και κανείς δεν απορεί. Αυτό είναι η διάλυση του νοήματος των λέξεων. Χωρίς, όμως, έγκυρες λέξεις δεν μπορείς και να σκεφτείς. Οι άνθρωποι σκέφτονται με λέξεις. Ελάχιστοι, όπως κάποιοι καλλιτέχνες (μουσικοί ή ζωγράφοι) δεν σκέφτονται με λέξεις. Και η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα λόγου. Έγκυρου λόγου.
Υπάρχουν σήμερα συνθήματα και παρεμβάσεις του πολιτικού συστήματος που ακυρώνουν τις λέξεις;
Πολύ πρόσφατο είναι το «Λεφτά υπάρχουν». Και αποδείχθηκε στην πράξη ότι ένα μεγάλο ποσοστό [εκλογές 2009] των ανθρώπων είχε υποστεί τόση ζημιά στο επίπεδο των λέξεων, που δεν κατάλαβαν ότι ήταν ψεύτικες λέξεις. Το ίδιο συμβαίνει με το «Δεν θα υπάρξουν νέα μέτρα»… Το δεύτερο στάδιο είναι η διάλυση του νοήματος των πραγμάτων -την δεκαετία του 1990. Την περίοδο, δηλαδή, της «ευμάρειας», τότε που καλλιεργήθηκε η μεγάλη αυταπάτη και οι άνθρωποι έχασαν την αίσθηση του μέτρου στη σχέση τους με τα πράγματα και με τους ανθρώπους κι έγιναν ενεργούμενα του καταναλωτικού ναρκισσισμού. Η τρίτη περίοδος, από τις αρχές του 2000, είναι όταν η ίδια η σκέψη των ανθρώπων γίνεται ανεπιθύμητο γεγονός! Η διαδικασία διακυβέρνησης, δηλαδή, όχι μόνο μέσω εκβιαστικών διλημμάτων, αλλά και πέρα απ’ αυτό: Πόλεμος ενάντια στην ίδια την σκέψη. Τα τελευταία τρία χρόνια, με κορύφωση τις εκλογές του 2012, μπήκε σε λειτουργία ένας ολόκληρος μηχανισμός πολιτικού και μιντιακού λόγου, ο οποίος ενορχηστρωμένα καλλιεργεί ένα επικοινωνιακό περιβάλλον, που είναι γνωστό στην ψυχολογία με την ονομασία «διπλός δεσμός». Είναι ένας μηχανισμός που παράγει εμπλοκή της σκέψης και κατ’ επέκταση παραφροσύνη. Τα καθοριστικά συστατικά αυτού του επικοινωνιακού περιβάλλοντος, που κάνει τους ανθρώπους να φαίνονται τρελαμένοι και να είναι μουδιασμένοι, είναι τρία επάλληλα μηνύματα – τα εξής: Το πρώτο μήνυμα λέει «Αν αντισταθείς, χάθηκες» (χρεοκοπία, δεν θα έχουν γάλα τα παιδιά σου, κ.λπ.). Μαζί μ’ αυτό έρχεται ένα δεύτερο μήνυμα, που προκύπτει από την εμπειρία και άλλα σήματα. Και λέει «Αν υποκύψεις, χάθηκες» (φτώχια, ανεργία, κλείνουν μαγαζιά, τα παιδιά φεύγουν στα ξένα, κ.λπ.). Και τέλος έρχεται και «κλειδώνει» το σύστημα ένα τρίτο μήνυμα, που σου απαγορεύει να σκεφτείς: «Το μνημόνιο είναι μονόδρομος, το είπε η τρόικα». Αυτά τα τρία μηνύματα -«αν αντισταθείς, χάθηκες», «αν υποκύψεις, χάθηκες», «απαγορεύεται να σκεφτείς»- μπλοκάρουν το μυαλό των ανθρώπων. Εξαρθρώνουν τις ψυχές. Τους κάνουν ανήμπορους να αρθρώσουν σκέψη και λόγο. Πρόκειται, εμφανώς, για κούρεμα της σκέψης, και μάλιστα με την ψιλή.
Κοινωνικό πείραμα
Θεωρείς ότι αυτό έγινε σκόπιμα και συστηματικά στην Ελλάδα. Χρησιμοποιήθηκε, δηλαδή, η χώρα ως πειραματόζωο;
Όπως γνωρίζετε, η Χιλή του δικτάτορα Πινοσέτ ήταν το πειραματικό εργαστήριο του νεο-φιλελευθερισμού, ως προς την οικονομική πολιτική του. Θεωρώ ότι, αντιστοίχως, η Ελλάδα του μνημονίου είναι το πειραματικό εργαστήριο της στρατηγικής που έχει στόχο την κατάλυση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου, του κράτους προνοίας και κάθε πολιτικής ρύθμισης του νεο-φιλελεύθερου αγριανθρωπισμού, χωρίς αντίσταση, με εργαλείο ακριβώς τον ευνουχισμό της πολιτικής (και όχι μόνο) σκέψης των ανθρώπων. Η Ελλάδα φαίνεται να είναι ένα εξαιρετικό πειραματόζωο: έχει μικρό μέγεθος και «παράξενους», δύστροπους ανθρώπους. Αν αυτοί υποταχθούν θα πει ότι και άλλοι λαοί, που είναι πιο πειθήνιοι -οι Ελβετοί ή οι Βόρειοι, για παράδειγμα-, είναι πολύ πιο εύκολο να τους χειριστείς. Πιστεύω ότι εξελίσσεται ένα αληθινό κοινωνικό πείραμα. Και δεν χρειάζεται πάντα η συνομωσία για να έχεις ένα κέντρο που οργανώνει τις ψυχολογικές επιχειρήσεις επηρεασμού της κοινής γνώμης. Κάθε κράτος και κάθε κόμμα, που σέβεται τον εαυτό του, έχει αντίστοιχες «υπηρεσίες». Και επισήμως, άλλωστε, υφίσταται σε διάφορες χώρες και περιόδους «Υπουργείο τύπου και πληροφοριών», δηλαδή προπαγάνδας! Άλλωστε, η ενορχήστρωση των μνημονιακών μέσων, εντός και εκτός Ελλάδος, είναι θαυμαστή και πασίδηλη. Αν και αυτό δεν είναι πειστήριο ως προς τον παρατεταμένο ψυχολογικό πόλεμο που διεξάγεται με στόχο τα μυαλά των πολιτών, τότε ζούμε σε μια υπερκόσμια, παραδείσια χώρα, όπου στην πολιτική δεν υφίσταται σκοπιμότητα, δόλος, στρατηγική και προπαγάνδα.
Πώς αντιμετωπίζεται και ο διάχυτος φόβος στη κοινωνία;
Ο φόβος έχει μια λειτουργία προστατευτική, αν είναι έλλογος. Αν εκτιμά, δηλαδή, τα αντικειμενικά δεδομένα, με λίγο έως πολύ ρεαλιστικό τρόπο, και παίρνει σοβαρά υπόψη τις απειλές που ενδέχεται να υπάρχουν ή εντοπίζονται. Μας προστατεύει από κακοτοπιές: από τον πειρασμό της άγνοιας ή της υποτίμησης του κινδύνου, από το εκλαμβάνουμε τη φαντασία μας ως πραγματικότητα. Υπάρχει, όμως, και ένας άλογος φόβος όπου καλλιεργούνται, από τη δική μας φαντασία και από άλλους μηχανισμούς, μυθοπλασίες. Διάφορα σενάρια με θηρία και κακούς που θα μας φάνε, κ.λπ. Και στην πολιτική ζωή πάντοτε ο φόβος είναι καθοριστικό στοιχείο. Ο Μακιαβέλι εδώ και πεντακόσια χρόνια έχει τονίσει ότι στην πολιτική αξιοποιούμε πάντοτε καθολικά πάθη, όπως είναι το μίσος και ο φόβος. Στον Ηγεμόνα, για παράδειγμα, ο Μακιαβέλι θέτει το ερώτημα αν είναι προτιμότερο να σε αγαπούν ή να σε φοβούνται. Και απαντά ότι ο Ηγεμόνας έχει συμφέρον να τον φοβούνται περισσότερο παρά να τον αγαπούν, αν δεν μπορεί να συνδυάσει και τα δύο. Κι’ αυτό γιατί το να σε αγαπούν εξαρτάται από τους άλλους, ενώ το να σε φοβούνται από σένα! Μην ξεχνάμε ότι στην εκκλησία μια από τις κορυφαίες στιγμές είναι όταν λέγεται «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Δηλαδή ο Θεός, που τα έπλασε όλα μια χαρά, βάζει μέσα και το φόβο, το σεβασμό, το δέος των δούλων Του. Ο φόβος, λοιπόν, είναι κάτι που ενυπάρχει στην πολιτική ζωή. Σ’ ένα περιβάλλον με συγκρουσιακή πολιτική δεν μπορεί να μην υπάρχουν απειλές, και κατ’ επέκταση φόβος. Όμως, εδώ έγκειται η κρίσιμη διάκριση: Αν μπορείς να σκεφτείς, ο φόβος νικιέται. Αν δεν μπορείς να σκεφτείς, ο φόβος είναι ανίκητος –ιδίως ο άλογος φόβος. Το θέμα είναι ότι στην Ελλάδα σήμερα, η νηφάλια και ορθολογική σκέψη μπλοκάρει μέσω του «διπλού δεσμού». Και το να μη σκέπτεσαι σε κάνει και παγώνεις. Αυτό συμβαίνει σήμερα και είναι τρομακτικά εντυπωσιακό να «χαλάει ο κόσμος» και να μην μετακινείται σχεδόν τίποτα. Οι άνθρωποι απλά κοιτάζουν να δουν τι θα γίνει στο τέλος – κάτι σαν ταινία, δηλαδή.
Υπάρχει, και έχει κάποια ευρύτερα συστατικά, μεγάλης κλίμακας, όπως μια διανοητική και ηθική μεταρρύθμιση, μια θεραπεία αλήθειας (να πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους) και την επιστροφή στους ανθρώπους, στην ανθρώπινη σχέση ως μέτρο των πάντων. Υπάρχει, όμως, και ένα μικρότερης κλίμακας, προσωπικό αντίδοτο. Ένα είδος προσωπικής στάσης που σε θωρακίζει απέναντι στην αντιξοότητα και σου επιτρέπει, μάλιστα, μέσα από τα δύσκολα να γίνεις και καλύτερος άνθρωπος. Η φρικτή εμπειρία της ανθρωπότητας είναι ότι όποτε πέφτουμε στη μαλθακότητα –εκεί που αναφέρεται ο Περικλής όταν λέει «φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας»- γινόμαστε χειρότεροι. Είναι γνωστό πώς εκφυλίζονται και παρακμάζουν τα έθνη, τα κράτη, οι πολιτισμοί, οι κοινωνίες, κ.λπ.
Αξιοπρέπεια στην κρίση
Τα συστατικά του αντίδοτου της προσωπικής στάσης είναι: Πρώτον, η ανθρώπινη σχέση. Δηλαδή το να είμαστε κοντά, να είμαστε μαζί, να δείχνουμε αλληλεγγύη και ενδιαφέρον για τον άλλο, να σκεφτόμαστε τι θα προσφέρουμε σ’ όσους δοκιμάζονται. Όπως κάνανε τα παιδιά στα Δεμένικα της Αχαΐας που δεν πήγαν εκδρομή για να βοηθήσουν ένα άγνωστο παιδί να κάνει εγχείρηση. Το δεύτερο είναι ότι πρέπει να μη «στενεύει το μυαλό» μας και να βλέπει μόνο το κακό που μας απειλεί και μας πλήττει, αλλά να έχουμε μια ευρυγώνια ματιά. Να βλέπουμε πλατιά την κατάσταση, να δούμε ποιοι τρόποι υπάρχουν, ποιοι δρόμοι, ποιες δυνάμεις, ποιοι άνθρωποι, ποιοι χώροι θα μπορούσαν να είναι αλληλέγγυοι με εμάς σε μια κοινή προσπάθεια. Το τρίτο είναι η σκέψη. Σκέψη και πάλι σκέψη, καθώς η νηφάλια και η ορθολογική σκέψη, όσο μπορούμε, είναι το απόλυτο όπλο. Στα δύσκολα ο άνθρωπος αυτό τον τρόπο υπέρβασης διαθέτει: τη σκέψη του. Αλλιώς θα αντιδρούσε άστοχα, σπασμωδικά. Και τέλος είναι η αξιοπρέπεια. Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, είναι πολύ μεγάλος ο πειρασμός να ξεπουλήσεις τα πάντα. Πολλοί άνθρωποι δεν αντέχουν και υποκύπτουν. Αλλά όσα και να κερδίσεις, αν χάσεις την αξιοπρέπειά σου τα έχασες όλα. Και ότι και να χάσεις, αν κρατήσεις την αξιοπρέπειά σου δεν έχεις χάσει απολύτως τίποτα. Αυτό πιστεύω.
Είσαι αισιόδοξος;
Θέλω να τοποθετούμαι έξω από το δίπολο «αισιόδοξος – απαισιόδοξος». Θέλω να είμαι ρεαλιστής. Γι’ αυτό θέλω να βλέπω το συνολικό τοπίο και τους πραγματικούς κινδύνους. Και πιστεύω, πάντα, ότι κάτι μπορούμε να κάνουμε, έστω και μόνο για να καθυστερήσουμε το κακό. Να εμποδίσουμε το δρόμο του, να μην κάνει περίπατο. Γιατί και μόνο να πεις ότι δεν συμφωνείς ακόμη και αν σε νικήσουν, έχει αξία το «όχι» που είπες. Πιστεύω, δηλαδή, ότι, το να πεις ένα «όχι», το να αντισταθείς ακόμη και αν νικηθείς, έχει τεράστια σημασία!
Δημοσιεύθηκε στην ΕΠΟΧΗ της Κυριακής 13.10.2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου