Translate

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Δεν θα καταλάβω ποτέ μου τις γυναίκες...





  


του Κώστα Βοσταντζόγλου

Δεν θα καταλάβω ποτέ μου τις γυναίκες. Προχτές έβαλα τον απινιδωτή. Πριν πάω για την επέμβαση, η γυναίκα μου κάθιδρη από τρόμο με φιλούσε λες και πήγαινα στο εκτελεστικό απόσπασμα. Με το πάθος που δείχνει όταν φιλάει το σεπτό σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνα όταν ροβολάμε στην Κέρκυρα. Ένοιωσα περίεργα. Κάτι μεταξύ άγιου λείψανου και Τιμίας Ζώνης. Για να την καθησυχάσω επιστράτευσα τη λογική μου. Της είπα πως θεία ειν’ η δόξα. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Πως είναι φυσικό συμβάν και πως δεν θέλω κλάματα. Πως τα σιχαίνομαι. Πως άμα πεθάνω, όσα έχω της ανήκουν. Πως η συλλογή των γραμματοσήμων μου μπορεί να κάνει κάμποσα λεφτά και να μην την “σκοτώσει”. Πως τα PIN στις κάρτες μου τα έχω στο πρώτο συρτάρι του γραφείου μου. Της επέστησα την προσοχή της να μην ξεχάσει να πληρώσει τον ΕΝΦΙΑ και να δώσει 190 ευρώ που χρωστάω στον αδερφό μου. Πως αντί στεφάνων να καταθέσουν τα ποσά στο “Χαμόγελο του παιδιού”.
Ταχτοποίησα λοιπόν τα των εγκοσμίων και ήμουν έτοιμος για το μεγάλο ταξίδι. Αυτή δεν το πήρε καλά. Άρχισε να χτυπάει ξύλα μέχρι που έβγαλε κάλους στα δάχτυλα, μου έλεγε “μη λες τέτοια”, με διαβεβαίωνε πως με αγαπάει, κάτι που ξέρω εδώ και 24 χρόνια, και προσπαθούσε να με πείσει και να πεισθεί πως “όλα θα πάνε καλά”. Ευτυχώς την ξεκολλήσαν από πάνω μου πριν μπω στο χειρουργείο.
Εκεί με γδύσανε εντελώς. Αυτό το βρήκα παράξενο γιατί η εγχείρηση θα γινόταν στο στήθος. Ρώτησα τον νοσοκόμο γιατί; και μου είπε ξερά και αγενέστατα: “έτσι γίνεται”. Φαίνεται είχε προηγηθεί η φήμη πως έχω αγαλματένιο κορμί, φιδίσιο και σεξουαλικό, πλασμένο για έρωτα και θέλανε να το θαυμάσουν σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Μετά, ξυρίσανε τα στήθη μου για τα οποία είμαι υπερήφανος. Διατηρούνται στητά παρά τα χρόνια μου. Με πλακώσανε στα Betadine και στα τοπικά αναισθητικά. Με πασάλειψαν καλά από τον λαιμό μέχρι τους κοιλιακούς. Στο χειρουργείο όλα ήταν θαυμάσια. Ιδίως μία νεαρή γιατρός. Το χειρουργείο είχε λαμπρό φωτισμό. Είχε και διάφορα μηχανήματα που κανένας δεν με ξενάγησε και δεν μου είπε τι κάνουν. Είχε επίσης μια πετσέτα με ψαλίδια, νυστέρια κάτι λεκάνες και άλλα μυστηριώδη εργαλεία. Ήθελα να παίξω μ’ αυτά, αλλά δεν μ’ αφήσανε. Με ξαπλώσανε τ’ ανάσκελα με το ζόρι, είπαμε μακάβρια αστεία με τον χειρουργό μου που έχει χιούμορ και μετά μου σκάψανε το στέρνο άσπλαχνα, χώσανε κάτι ηλεκτρόδια στη μεγαλόθυμη καρδούλα μου, εγώ παρακολουθούσα έκθαμβος την γιατρό που παρακολουθούσε εξίσου έκθαμβη ένα μηχάνημα που έκανε μπιπ μπιπ, κάποια στιγμή τα πήρα στο κρανίο γιατί προσπαθούσαν να χωρέσουν τον απινιδωτή στην τρύπα που μου είχαν ανοίξει και δεν χώραγε και είπα λόγια πικρά στον χειρουργό. Του είπα: με πονάς, αυτός δεν έδωσε σημασία γιατί νόμισε πως του έκανα νάζια, έσπρωξε, έσπρωξε, εγώ πόναγα, κατάφερε με τα πολλά και χώρεσε τον απινιδωτή, είπε “ράφτε τον” με ράψανε σταυροβελονιά, μ' έβγαλαν όξω, η γιατρός ήταν άφαντη και πικράθηκα που χωρίσαμε τόσο σύντομα χωρίς να ανταλλάξουμε απόψεις για τον οργασμό, δεν παρουσίασα εμφανείς επιπλοκές και με πήγαν στον θάλαμό μου.
Εκεί με περίμενε η λατρευτή μου σύνευνος ανακουφισμένη η ανόητη που θα ζούσα κι άλλο για να την τυραννήσω. Moυ είπε: “πώς νοιώθεις;” Tης είπα: “σκατά”, κατάλαβε κατόπιν τούτου πως είμαι απολύτως υγιής και ανακουφίστηκε η γυναίκα. Πείναγα τόσο με την αναγκαστική νηστεία πριν την εγχείρηση, που το φαί του νοσοκομείου μου φάνηκε γκουρμέ. Έφαγα και τον πουρέ και την κομπόστα και το ανάλατο κοτόπουλο και τα ανάλατα κολοκύθια και το ψωμάκι και τα καρότα. Ανάκατα. Οι υπόλοιποι του θαλάμου με κοίταζαν έκπληκτοι όσο τα κατασπάραζα. Ήθελα να φάω κι άλλα αλλά κανένας δεν μου έδινε το περίσσευμά του. Αυτό με πείραξε πολύ. Εμένα αν μου περίσσευε κάτι θα τους το έδινα. Βέβαια αυτό θα συνέβαινε σπάνια - γιατί η μαμά μου μου έλεγε πάντα: “ να τρως και την τελευταία μπουκίτσα σου για να μην μείνεις νάνος” κι εγώ πάντα άκουγα την μακαρίτισσα που ήτο σοφή μιας και παντρεύτηκε τον μπαμπά. Η πρόθεσίς μου όμως έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν των παρευρισκομένων. Ας είναι. Κατάπια την εμφανή περιφρόνηση των άλλων προς έναν λιμοκτονούντα και διαλογίστηκα περί του είναι, του γίγνεσθαι και των ορατών αδικιών στις καπιταλιστικές χώρες με σοσιαλιστικές κυβερνήσεις.
Είχα πάρει μαζί μου ένα διασκεδαστικό βιβλίο: To Ιβάν ο Τρομερός του Τρουαγιά για να ξεχαστώ, αλλά όταν έφτασα εκεί που πετούσε μικρός σκυλάκια από τα τείχη του Κρεμλίνου για να κάνει χάζι που τσακιζόντουσαν το βαρέθηκα. Ο Σωτηρόπουλος, ο Πατριαρχέας και ο Μανιάτης γράφουν ενδιαφέροντα πράγματα αλλά δεν είχα κομπιούτερ να τους απολαύσω. Το βράδυ ήταν κολασμένο. Η νάρκωση πέρασε κι εγώ έπρεπε να κοιτάζω το ταβάνι στα σκοτεινά όλη νύχτα και να κρατάω κολλημένο το κουλό μου πάνω στο σώμα για να μην ξεκολλήσουν τα ηλεκτρόδια. Το ότι είχα και λουμπάγκο δεν βοήθησε καθόλου. Ούρησα τέσσερις φορές στην πάπια και μια φορά ζήτησα να μου δώσουν ένα Depon. H νοσοκόμα το εκτίμησε δεόντως που την κουβάλαγα κάθε τρεις και δύο στον θάλαμο. Το πρωί με τάισαν φάρμακα, μου άλλαξαν τη γάζα που είχε ποτιστεί με το τίμιο αίμα ενός αγωνιστή της πανανθρώπινης λευτεριάς, με ενημέρωσαν τι πρέπει να κάνω από δω και μπρος και με απέδωσαν ελεύθερο στην κοινωνία να με βραχυκυκλώσει. Μου επέτρεψαν δε να σηκώνω και το χέρι μου μέχρι το ύψος του στήθους. Η νοσοκόμα χάρηκε που απαλλάχτηκε από έναν ακόμα ηλίθιο. Πόναγα.
Γύρισα σπίτι μέσα στην μαύρη κατάθλιψη επειδή δεν θα οδηγώ για ενάμιση μήνα και έκανα στη γυναίκα μου πως έπαθα συγκοπή για να γελάσουμε. Αυτή τσαντίστηκε. Γι αυτό λέω πως δεν καταλαβαίνω τις γυναίκες. Αργότερα θα της το ξανακάνω. Αν δεν γελάσει πάλι και με σκοτώσει, αντίο για πάντα.

(Για την αντιγραφή, Κ.Αντωνιάδης)