Translate

Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

Αγώνας για την υπεράσπιση των παραλιών

Μία συζήτηση με αφορμή το νομοσχέδιο για τις ακτές και τους αιγιαλούς

«Δεν πρόκειται να πουν, μα ήταν δύσκολοι καιροί, αλλά θα πουν, γιατί σιώπησαν οι ποιητές τους;» με αυτόν το στίχο του Μπρεχτ θέλησε η Μαρία Καραμανώφ, σύμβουλος Επικρατείας, να καλέσει πολίτες και φορείς να μην σιωπήσουν μπροστά στο νομοσχέδιο που ξεπουλά ακτές και αιγιαλούς στους ιδιώτες, στην εκδήλωση που διοργανώθηκε από το Κόκκινο 105,5, την Τετάρτη.
Εκπρόσωποι από διάφορους φορείς κλήθηκαν να ενημερώσουν και να ευαισθητοποιήσουν τους πολίτες σχετικά με το νομοσχέδιο «Οριοθέτηση, διαχείριση και προστασία των ακτών και παραλιών», που αν και αποσύρθηκε προσωρινά, λόγω των εκτεταμένων αντιδράσεων και του προεκλογικού κόστους που θα είχε η ψήφισή του, αναμένεται ξανά στη Βουλή. Παρά το ευφημιστικό του τίτλο, το ν/σ προβλέπει την αποκλειστική χρήση των αιγιαλών από ιδιώτη, καταργεί τον περιορισμό των 100 μέτρων όσον αφορά τη χρήση της παραλίας, αλλοιώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του αγαθού, την ελεύθερη πρόσβαση και θέτοντας το περιβάλλον σε κίνδυνο.

Με αφορμή την κρίση

«Ζούμε στην εποχή της κρίσης, λαμβάνονται μέτρα, πολλά, αποσπασματικά, αλληλοσυγκρουόμενα και τελικά αλληλοεξουδετερώμενα που επιδεινώνουν το πρόβλημα. Δίνουν τη δημόσια κτήση προς εκμετάλλευση, βάζοντάς την όλη, αιγιαλούς, δάση, πολυκατοικίες, στο ίδιο τσουβάλι, χωρίς καμία μελέτη, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το χρέος. Τι γίνεται, όμως, με τους υπόλοιπους δημόσιους σκοπούς που πρέπει να εξυπηρετεί ένα κράτος;» διατυπώνει τον προβληματισμό της η σύμβουλος Επικρατείας θέτοντας τους δύο θεμελιώδεις δημόσιους σκοπούς που αποτελούν, σύμφωνα με την ίδια, την προϋπόθεση για την πραγματοποίηση οποιουδήποτε άλλου, αυτούς της κυριαρχίας του κράτους και της βιώσιμης ανάπτυξης.
«Η δημόσια κτήση του φυσικού κεφαλαίου ταυτίζεται με αυτούς τους δύο σκοπούς, θα πρέπει να διατηρείται αναλλοίωτο, αφού μέσω αυτού υπάρχει και διασφαλίζεται η βιωσιμότητα της χώρας. Λόγω της κρίσης η δημόσια κτήση έχει εντοπιστεί ως πρόσφορο και ανέξοδο έδαφος για την αντιμετώπιση του χρέους. Αυτό ισχύει όμως βραχυπρόθεσμα, γιατί μακροπρόθεσμα το κόστος θα είναι τεράστιο και μη μετρήσιμο σε οικονομικά μεγέθη».
Άλλοι συνομιλητές του πάνελ θεωρούν πως δεν πρόκειται για λάθος πολιτική αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, αλλά ξεκάθαρη πολιτική επιλογή. «Δεν έχει να κάνει με την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους, και το νομοσχέδιο για τους αιγιαλούς δεν είναι μια μεμονωμένη περίπτωση, πρόκειται απλά για τη διάθεση της δημόσιας περιουσίας στο ιδιωτικό κεφάλαιο» σύμφωνα με τον Γεράσιμο Κορρέ, εκπρόσωπο του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ). Στο ίδιο μήκος κύματος διατύπωσε την άποψή του κατά του νομοσχεδίου και ο Γιώργος Σαρηγιάννης, καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Πολυτεχνείου. «Απ’ όλη τη νομοθεσία φαίνεται η υποταγή του κράτους στο ιδιωτικό κεφάλαιο, και εκτός από κρατική περιουσία, παραχωρούμε πια και κρατικές αρμοδιότητες».

Τα νομικά κολλήματα

Το πρώτο πρόβλημα που παρουσιάζεται νομικά με αυτό το νομοσχέδιο είναι ότι οι ακτές δεν θα έπρεπε να περάσουν στο ΤΑΙΠΕΔ, καθώς ο οργανισμός αφορά την αξιοποίηση μόνο της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου, όπως εξέθεσε η Δέσποινα Κουτσούμπα, μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων και της εφορίας ενάλιων αρχαιοτήτων. «Με αυτά που έχουν περάσει στο ΤΑΙΠΕΔ, ακτές, δάση κτλ καταργείται η έννοια της δημόσιας περιουσίας. Τα πάντα μπορούν να βρεθούν προς πώληση και απ’ αυτό για μένα προκύπτει και το ερωτηματικό κατ’ επέκτασιν, κατά πόσο μπορούν να θεωρηθούν και αντικείμενο κατάσχεσης από τους δανειστές μας».
«Το νομοσχέδιο αυτό και να ψηφιστεί δεν θα μπορέσει ποτέ να θεωρηθεί κανόνας Δικαίου. Η ανάταση σε έναν επενδυτή της χρήσης και της μορφής ενός τόσο σημαντικού αγαθού, ανάλογα με τους ειδικούς επενδυτικούς σκοπούς του καθένα, δεν μπορεί να θεωρηθεί κανόνας Δικαίου, με την έννοια του γενικού, του αντικειμενικού και σύμφωνα με το σύνταγμα» επισημαίνει η Μ. Καραμανώφ. Η σημαντικότητα του συγκεκριμένου αγαθού στοιχειοθετείται, σύμφωνα με την ίδια, από το ρόλο του στη ζωή των πολιτών. «Οι ακτές μας, ο αιγιαλός είναι ένα από τα πολυτιμότερα στοιχεία της δημόσιας κτήσης, είναι το απαραβίαστο γιατί είναι συνυφασμένο από την αρχαιότητα με την ιστορία μας, την τέχνη μας, τη διαμόρφωση της ιδιοσυγκρασίας μας».
Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, πως με την ισχύ του νομοσχεδίου θα είναι δυνατή και η αναδρομική νομιμοποίηση της αυθαίρετης χρήσης του αιγιαλού από ιδιώτες, όπως οι περιπτώσεις που αναφέρει η Δ. Κουτσούμπα του Porto Carras, του Grand Resort κτλ, πληρώνοντας μόνο ένα αντίτιμο για αυτό που μέχρι τώρα θεωρούταν καταπάτηση δημόσιας κτήσης.

Περιβαλλοντικό και κοινωνικό αντίκτυπο

Για τη σύνταξη του εν λόγω νομοσχεδίου αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι δεν εκλήθη κανένας επιστημονικός, περιβαλλοντικός φορέας, ούτε εκπονήθηκε κάποια σχετική μελέτη ώστε να ληφθούν υπόψιν οι ιδιομορφίες της κάθε περιοχής και να προστατευτούν. «Πρώτον δεν πρόκειται για βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά αποκλειστικά για οικονομική. Το ν/σ δεν έλαβε υπόψιν το Natura 2000, θεωρεί τις παραλίες μόνο ως χώρο για ομπρέλες και ξαπλώστρες και αγνοεί ότι αναφέρεται σε ένα οικοσύστημα που θα καταστραφεί. Δεν κατηγοριοποιεί καμία παραλία και δεν έχει καταγράψει κανένα ενδεχόμενο κίνδυνο από πλημμυρικά επεισόδια που αποτελούν πια συχνό φαινόμενο, λόγω της κλιματικής αλλαγής» καταγγέλλει ο εκπρόσωπος του ΕΛΚΕΘΕ. Ταυτόχρονα μοιράστηκε με το κοινό και διάφορες φωτογραφίες και από την Ισπανία που ισχύει αντίστοιχη νομοθεσία, αλλά και από καταπατήσεις στην Ελλάδα, όπου πλέον τα κτίσματα έχουν καταλάβει όλον τον χώρο της παραλίας, απαγορεύοντας την πρόσβαση στους πολίτες και διαβρώνοντας τη θάλασσα.
«Ο αιγιαλός είναι και ένας πολύ σημαντικός κοινωνικός πόρος, παραδοσιακό στοιχείο αναψυχής για τους πολίτες και επιτελεί μια κοινωνική λειτουργία στον ελληνικό τρόπο ζωής. Όταν διαθέτονται αγαθά αυτής της κατηγορίας θα πρέπει να είναι αντικαταστατά π.χ μεταφέρεται ένα νοσοκομείο και δημιουργείται άλλο στη θέση του. Όπως καταλαβαίνουμε σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορεί να ισχύσει κάτι τέτοιο» θα συμφωνήσει και η σύμβουλος της Επικρατείας για την καταστροφή που δεν πρόκειται να έχει επιστροφή.
«Θα πρέπει να προσδιορίσουμε και το τι σημαίνει ανταποδοτικότητα που αναφέρουν συνέχεια. Θα θεωρήσουμε κάτι ανταποδοτικό με βάση μια μικροκλίμακα για το χώρο αυτό καθ’ εαυτό να βγάζει κέρδος ή  βάσει μιας μακροκλίμακας για την ανταποδοτικότητα σε όλη την κοινωνία;» καταλήγει η Δ. Κουτσούμπα.  
 

Τζέλα Αλιπράντη

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Φιλικές συμβουλές


Πεφτάστερο – ή, επί το επισημότερο, διάττων αστέρας. Αυτό ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τις 25 Μαϊου για πολλούς και πολύ σοβαρούς, υποτίθεται, αναλυτές. Κι αν το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών τους διέψευσε, η διάψευση αυτή δεν ήταν η μόνη. Με την πρωτιά της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αχρηστεύτηκαν μαζί και όλες οι μέθοδοι “διαχείρισης” – και διαβολής της. Τώρα λοιπόν που απέτυχε η τρομολαγνεία, και που οι συκοφαντίες περί πασοκοποίησης έπεσαν στο κενό, τώρα είναι η ώρα για τις “φιλικές συμβουλές”.
Δεν είναι βέβαια όλες οι συμβουλές ίδιες – όπως εξάλλου δεν είναι και οι φίλοι. Υπάρχει όμως ένας κοινός παρονομαστής: Ο ΣΥΡΙΖΑ όπως είναι σήμερα, υποστηρίζουν οι κάθε λογής σύμβουλοι, αυτός δηλαδή που έφτασε στην πρωτιά –με συγκεκριμένες κοινωνικές δεσμεύσεις, με αυτές και όχι άλλες ιδεολογικές αποσκευές, με τη “γραμμή” και το σημερινό πολιτικό προσωπικό του–, αυτός λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κερδίσει. Το αποδίδω, νομίζω, με ακρίβεια: Ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει, αλλά η δυναμική που χρειάζεται για να κυβερνήσει χρειάζεται συνταγή άλλη από τη νικηφόρα: Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ είναι βαρίδι για την αυριανή κυβέρνηση της Αριστεράς.
Θέλετε να κυβερνήσετε; – ρωτούσε προ ημερών η Έλλη Στάη. Κάντε το όπως ο Αντρέας. Επιτεθείτε στο σύστημα και λειτουργήστε με τους κανόνες του· πάρτε στελέχη από το Κέντρο· ο υποψήφιος πρωθυπουργός να είναι ο απόλυτος κυρίαρχος στο κόμμα του, ως ο αυριανός απόλυτος κυρίαρχος στην κυβέρνησή του. Προσεγγίστε το Κέντρο και αλλάξτε απόψεις στα εθνικά, σημείωνε προεκλογικά ο Σταύρος Λυγερός. Και στο ίδιο μήκος κύματος, μετά τις εκλογές, και ο Νίκος Κοτζιάς: “Στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν πολλές δυνάμεις, εκπροσωπούμενες στο εσωτερικό του δυσανάλογα [...] που θεωρούν ότι οι αγώνες του 21ου αιώνα είναι μονοσήμαντα κοινωνικοί”.
Πώς μεταφράζονται αυτά στα καθ” ημάς; Για τον Κώστα Πουλάκη, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει “να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας μεγάλης, αριστερής, δημοκρατικής, προοδευτικής και πατριωτικής παράταξης”. Και να φροντίσει, σύμφωνα με τοΡούντι Ρινάλντι, όσους “απογοητεύτηκαν από την πολιτική συμπεριφορά του, ειδικά σε θέματα εθνικά”. Σε διαφορετική περίπτωση, θα παγιδευτούμε χωρίς να το καταλάβουμε σε μια “φιλοευρωπαϊκή κεντροαριστερή ανασύνθεση”.
Αφήνω στην άκρη ότι η προτεινόμενη «πατριωτική θέση», γι” άλλους είναι διαβατήριο προς την αναγκαία “συνεννόηση” με το Κέντρο, γι” άλλους όρος αποφυγής κεντροαριστερών αναζητήσεων. Αναρωτιέμαι: Σε τι διαφέρουν όλα αυτά από τη γραμμή της Εθνικής Λαϊκής Ενότητας, που υιοθέτησε η Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ μετά τις εκλογές του 1977; Γιατί όσοι τα προτείνουν θεωρούν δεδομένη την κοινωνική γεωγραφία της ψήφου στον ΣΥΡΙΖΑ; Θέλω να πω, γιατί είναι βέβαιο ότι αυτοί που ήρθαν θα μείνουν, και αντίστροφα, γιατί αποκλείεται υπό όρους να έρθουν κι άλλοι σαν αυτούς; Δεν θα ήταν πιο γόνιμο να συζητάμε τους όρους αυτούς, τις αναγκαίες προσαρμογές ώστε το κόμμα να μην είναι «βαρίδι»; Κι επιπλέον: Τι είδους κοινωνικές δεσμεύσεις εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ προϋποθέτουν οι προτεινόμενες νέες ιεραρχήσεις; Διότι, αν όσοι τις προτείνουν, δεν προτείνουν απλώς ρητορικά τεχνάσματα (“να πούμε λίγο παραπάνω πατρίδα, μήπως και οι ψηφοφόροι της Δεξιάς μας ακούσουν πιο πρόθυμα”), τότε αυτό που προτείνεται είναι η ανάληψη συγκεκριμένων δεσμεύσεων απέναντι σε κοινωνικά στρώματα – αλλιώς η προτεινόμενη αλλαγή πλεύσης δεν έχει αντίκρυσμα. Σε ποια κοινωνική πραγματικότητα, λοιπόν, αντιστοιχούν αυτά, αν δεν συζητάμε αυθαίρετα, με όρους μόνο “εποικοδομήματος”, ή χειρότερα, απλώς δημοσκοπικούς;
Αλλά και με στενά εκλογικούς υπολογισμούς: Πόσο έπρεπε να πάρει το DEB στη Θράκη, για να πειστούν και οι πιο ένθερμοι της πατριωτικής θέσης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι οι Ανεξάρτητοι Έλληνες σε κόκκινο φόντο; Τι σημαίνει η πατριωτική θέση στο μεταναστευτικό – εκεί που και ο πάλαι ποτέ Συνήγορος του Πολίτη υποκύπτει στον εθνικό μέσο όρο ξενοφοβίας; Πόσες φορές χρειάζεται ακόμα να αποδειχτεί ότι κάθε διολίσθηση σε θέσεις δεξιότερες, ευνοεί τελικά τον (ακρο)δεξιότερο, και όχι τον προσαρμοστικό; Και γιατί υποτιμώνται τόσο οι μάχες που κερδήθηκαν χωρίς ρητορικές ή χωρικές “προσαρμογές” – αν όχι ακριβώς επειδή τις αποφύγαμε; Θυμίζω, ενδεικτικά: Κερδίσαμε στον Βύρωνα, έχοντας απορρίψει προεκλογικές συνεργασίες με τους “ανεξάρτητους” του ΠΑΣΟΚ. Κερδίσαμε στο Χαλάνδρι, μολονότι δεν εισακούστηκαν όσοι θεωρούσαν ολέθριο να λεγόμαστε “Αντίσταση” σε δήμο των Βορείων Προαστίων. Κερδίσαμε στη Νέα Φιλαδέλφεια, χωρίς τυχαίες συναντήσεις με εκπροσώπους της τοπικής επχειρηματικότητας. Και καταφέραμε ένα θαύμα στην Αθήνα, χωρίς να χαϊδέψουμε αυτιά νοικοκυραίων, χωρίς επικοινωνιακά τεχνάσματα, αλλά προτάσσοντας  αυτό ακριβώς που είμαστε, χωρίς ναρκισσισμούς.
Αν υπάρχει κάτι που ξενίζει περισσότερο στις προαναφερθείσες απόψεις, είναι κατ” αρχάς η αδιαφορία τους για όλες αυτές τις νίκες – και γι” αρκετές από τις ήττες. Η αδιαφορία, με πιο γενικούς όρους, για τη ζωτικής σημασίας αυτονομία του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο κράτος και το κεφάλαιο. Ξενίζει, επίσης, η σιγουριά ότι η ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ περνά από την προσχώρηση σε όψεις της ηγεμονίας (των κοινωνικών συμμαχιών και της ιδεολογίας, δηλαδή) του αντιπάλου. Η πεποίθηση, ότι για να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να έρθει σε ρήξη μ” αυτό που είναι, ακόμα και να …“επανιδρυθεί”. Αλλά η προτεινόμενη ρήξη με τον ΣΥΡΙΖΑ-“βαρίδι” δεν σημαίνει, σε τελική ανάλυση, παρά έναν Τρίτο Δρόμο, μετά βεβαίως τη Δεξιά, αλλά μετά και την Αριστερά. Αναρωτιέμαι: αυτοί που υποφέρουν περισσότερο μέσα στην κρίση, και που γι” αυτούς μας ενδιαφέρει περισσότερο να κερδίσουμε, υποφέρουν άραγε από την έλλειψη πατριωτισμού; Κι αν η χωρική διεύρυνση σημαίνει να μιλάμε (και να πράττουμε) λιγότερο γι” αυτούς, τι άλλο θα είμαστε για κείνους από διάττοντες αστέρες;

του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου