Translate

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Φιλικές συμβουλές


Πεφτάστερο – ή, επί το επισημότερο, διάττων αστέρας. Αυτό ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τις 25 Μαϊου για πολλούς και πολύ σοβαρούς, υποτίθεται, αναλυτές. Κι αν το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών τους διέψευσε, η διάψευση αυτή δεν ήταν η μόνη. Με την πρωτιά της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αχρηστεύτηκαν μαζί και όλες οι μέθοδοι “διαχείρισης” – και διαβολής της. Τώρα λοιπόν που απέτυχε η τρομολαγνεία, και που οι συκοφαντίες περί πασοκοποίησης έπεσαν στο κενό, τώρα είναι η ώρα για τις “φιλικές συμβουλές”.
Δεν είναι βέβαια όλες οι συμβουλές ίδιες – όπως εξάλλου δεν είναι και οι φίλοι. Υπάρχει όμως ένας κοινός παρονομαστής: Ο ΣΥΡΙΖΑ όπως είναι σήμερα, υποστηρίζουν οι κάθε λογής σύμβουλοι, αυτός δηλαδή που έφτασε στην πρωτιά –με συγκεκριμένες κοινωνικές δεσμεύσεις, με αυτές και όχι άλλες ιδεολογικές αποσκευές, με τη “γραμμή” και το σημερινό πολιτικό προσωπικό του–, αυτός λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κερδίσει. Το αποδίδω, νομίζω, με ακρίβεια: Ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει, αλλά η δυναμική που χρειάζεται για να κυβερνήσει χρειάζεται συνταγή άλλη από τη νικηφόρα: Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ είναι βαρίδι για την αυριανή κυβέρνηση της Αριστεράς.
Θέλετε να κυβερνήσετε; – ρωτούσε προ ημερών η Έλλη Στάη. Κάντε το όπως ο Αντρέας. Επιτεθείτε στο σύστημα και λειτουργήστε με τους κανόνες του· πάρτε στελέχη από το Κέντρο· ο υποψήφιος πρωθυπουργός να είναι ο απόλυτος κυρίαρχος στο κόμμα του, ως ο αυριανός απόλυτος κυρίαρχος στην κυβέρνησή του. Προσεγγίστε το Κέντρο και αλλάξτε απόψεις στα εθνικά, σημείωνε προεκλογικά ο Σταύρος Λυγερός. Και στο ίδιο μήκος κύματος, μετά τις εκλογές, και ο Νίκος Κοτζιάς: “Στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν πολλές δυνάμεις, εκπροσωπούμενες στο εσωτερικό του δυσανάλογα [...] που θεωρούν ότι οι αγώνες του 21ου αιώνα είναι μονοσήμαντα κοινωνικοί”.
Πώς μεταφράζονται αυτά στα καθ” ημάς; Για τον Κώστα Πουλάκη, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει “να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας μεγάλης, αριστερής, δημοκρατικής, προοδευτικής και πατριωτικής παράταξης”. Και να φροντίσει, σύμφωνα με τοΡούντι Ρινάλντι, όσους “απογοητεύτηκαν από την πολιτική συμπεριφορά του, ειδικά σε θέματα εθνικά”. Σε διαφορετική περίπτωση, θα παγιδευτούμε χωρίς να το καταλάβουμε σε μια “φιλοευρωπαϊκή κεντροαριστερή ανασύνθεση”.
Αφήνω στην άκρη ότι η προτεινόμενη «πατριωτική θέση», γι” άλλους είναι διαβατήριο προς την αναγκαία “συνεννόηση” με το Κέντρο, γι” άλλους όρος αποφυγής κεντροαριστερών αναζητήσεων. Αναρωτιέμαι: Σε τι διαφέρουν όλα αυτά από τη γραμμή της Εθνικής Λαϊκής Ενότητας, που υιοθέτησε η Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ μετά τις εκλογές του 1977; Γιατί όσοι τα προτείνουν θεωρούν δεδομένη την κοινωνική γεωγραφία της ψήφου στον ΣΥΡΙΖΑ; Θέλω να πω, γιατί είναι βέβαιο ότι αυτοί που ήρθαν θα μείνουν, και αντίστροφα, γιατί αποκλείεται υπό όρους να έρθουν κι άλλοι σαν αυτούς; Δεν θα ήταν πιο γόνιμο να συζητάμε τους όρους αυτούς, τις αναγκαίες προσαρμογές ώστε το κόμμα να μην είναι «βαρίδι»; Κι επιπλέον: Τι είδους κοινωνικές δεσμεύσεις εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ προϋποθέτουν οι προτεινόμενες νέες ιεραρχήσεις; Διότι, αν όσοι τις προτείνουν, δεν προτείνουν απλώς ρητορικά τεχνάσματα (“να πούμε λίγο παραπάνω πατρίδα, μήπως και οι ψηφοφόροι της Δεξιάς μας ακούσουν πιο πρόθυμα”), τότε αυτό που προτείνεται είναι η ανάληψη συγκεκριμένων δεσμεύσεων απέναντι σε κοινωνικά στρώματα – αλλιώς η προτεινόμενη αλλαγή πλεύσης δεν έχει αντίκρυσμα. Σε ποια κοινωνική πραγματικότητα, λοιπόν, αντιστοιχούν αυτά, αν δεν συζητάμε αυθαίρετα, με όρους μόνο “εποικοδομήματος”, ή χειρότερα, απλώς δημοσκοπικούς;
Αλλά και με στενά εκλογικούς υπολογισμούς: Πόσο έπρεπε να πάρει το DEB στη Θράκη, για να πειστούν και οι πιο ένθερμοι της πατριωτικής θέσης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι οι Ανεξάρτητοι Έλληνες σε κόκκινο φόντο; Τι σημαίνει η πατριωτική θέση στο μεταναστευτικό – εκεί που και ο πάλαι ποτέ Συνήγορος του Πολίτη υποκύπτει στον εθνικό μέσο όρο ξενοφοβίας; Πόσες φορές χρειάζεται ακόμα να αποδειχτεί ότι κάθε διολίσθηση σε θέσεις δεξιότερες, ευνοεί τελικά τον (ακρο)δεξιότερο, και όχι τον προσαρμοστικό; Και γιατί υποτιμώνται τόσο οι μάχες που κερδήθηκαν χωρίς ρητορικές ή χωρικές “προσαρμογές” – αν όχι ακριβώς επειδή τις αποφύγαμε; Θυμίζω, ενδεικτικά: Κερδίσαμε στον Βύρωνα, έχοντας απορρίψει προεκλογικές συνεργασίες με τους “ανεξάρτητους” του ΠΑΣΟΚ. Κερδίσαμε στο Χαλάνδρι, μολονότι δεν εισακούστηκαν όσοι θεωρούσαν ολέθριο να λεγόμαστε “Αντίσταση” σε δήμο των Βορείων Προαστίων. Κερδίσαμε στη Νέα Φιλαδέλφεια, χωρίς τυχαίες συναντήσεις με εκπροσώπους της τοπικής επχειρηματικότητας. Και καταφέραμε ένα θαύμα στην Αθήνα, χωρίς να χαϊδέψουμε αυτιά νοικοκυραίων, χωρίς επικοινωνιακά τεχνάσματα, αλλά προτάσσοντας  αυτό ακριβώς που είμαστε, χωρίς ναρκισσισμούς.
Αν υπάρχει κάτι που ξενίζει περισσότερο στις προαναφερθείσες απόψεις, είναι κατ” αρχάς η αδιαφορία τους για όλες αυτές τις νίκες – και γι” αρκετές από τις ήττες. Η αδιαφορία, με πιο γενικούς όρους, για τη ζωτικής σημασίας αυτονομία του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο κράτος και το κεφάλαιο. Ξενίζει, επίσης, η σιγουριά ότι η ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ περνά από την προσχώρηση σε όψεις της ηγεμονίας (των κοινωνικών συμμαχιών και της ιδεολογίας, δηλαδή) του αντιπάλου. Η πεποίθηση, ότι για να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να έρθει σε ρήξη μ” αυτό που είναι, ακόμα και να …“επανιδρυθεί”. Αλλά η προτεινόμενη ρήξη με τον ΣΥΡΙΖΑ-“βαρίδι” δεν σημαίνει, σε τελική ανάλυση, παρά έναν Τρίτο Δρόμο, μετά βεβαίως τη Δεξιά, αλλά μετά και την Αριστερά. Αναρωτιέμαι: αυτοί που υποφέρουν περισσότερο μέσα στην κρίση, και που γι” αυτούς μας ενδιαφέρει περισσότερο να κερδίσουμε, υποφέρουν άραγε από την έλλειψη πατριωτισμού; Κι αν η χωρική διεύρυνση σημαίνει να μιλάμε (και να πράττουμε) λιγότερο γι” αυτούς, τι άλλο θα είμαστε για κείνους από διάττοντες αστέρες;

του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου